- ἀμετατροπία
- ἀμετα-τροπία, ἡ,A immovableness, Sch.A.R. 4.1082.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμετατροπία — ἀμετατροπία, η (Μ) [ἀμετάτροπος] το να είναι κάτι αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η ακινησία … Dictionary of Greek
ἀμετατροπίαις — ἀμετατροπία immovableness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάτροπος — η, ο (Α ἀμετάτροπος, ον) ο αμετάτρεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετατρέπω. ΠΑΡ. μσν. ἀμετατροπία] … Dictionary of Greek